Ως «Χριστιανισμός και Επιστήμη», θεωρήσαμε απαραίτητο να θίξουμε το θέμα της χρονικής διάρκειας των 6 ημερών της Δημιουργίας, καθώς κατά καιρούς υπήρξε αντικείμενο έντονης απασχόλησης, προβληματισμού αλλά και διαφωνίας μεταξύ διάφορων χριστιανικών κοινοτήτων αλλά και μεταξύ χριστιανών και επιστημονικής κοινότητας.
Πολλοί χριστιανοί υποστηρίζουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα σε 6 συνεχόμενες 24ωρες ημέρες, πριν από 6.000 με 10.000 χρόνια (young-earth creationists). Άλλη μερίδα χριστιανών πιστεύει ότι οι 6 ημέρες που αναφέρονται στη Γένεση αντιστοιχούν σε χίλια χρόνια η καθεμία (κατά το Β' Πέτρου γ' 8), άλλη μερίδα χριστιανών ότι πρόκειται γενικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα που συμβαδίζουν με τις εκτιμήσεις της επιστήμης (old-earth creationists), ενώ άλλοι πιστεύουν ότι ο Θεός δημιούργησε τα πάντα σε μια στιγμή χρόνου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη Αποστολική Εκκλησία δεν θεώρησε σημαντικό να ασχοληθεί με αυτό το θέμα, αλλά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες άρχιζαν να διατυπώνονται διάφορες απόψεις από τους Πατέρες, οι οποίες όμως ποτέ δεν έγιναν αιτία αντιπαραθέσεων ή θέμα θεολογικής διαμάχης.
Τον 17ο αιώνα, μετά από προσεκτική μελέτη των ιστορικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, οι Ussher και Lightfoot υπολόγισαν με ακρίβεια ώρας ότι η Δημιουργία ανάγεται στο έτος 4004 π.Χ., μια εντελώς ανακριβής υπόθεση που όμως διαδόθηκε τόσο πολύ ώστε επικράτησε και πέρασε σαν υποσημείωση σε μεταφράσεις της Αγίας Γραφής δημιουργώντας πρόσκομμα σε ανθρώπους, Ασιατικών κυρίως λαών, να δεχθούν την αλήθεια του Λόγου του Θεού αφού έβλεπαν δικά τους πολιτισμικά στοιχεία να ανάγονται παλαιότερα από το υποτιθέμενο έτος δημιουργίας του κόσμου. Αυτή η απροσεξία αφενός άνοιξε το δρόμο για την αμφισβήτηση της Αγίας Γραφής και την ευκολότερη αποδοχή της επερχόμενης θεωρίας της εξέλιξης (19ος αιώνας), και αφετέρου προκάλεσε διάσπαση της ενότητας μεταξύ χριστιανών και διαμάχες που φθάνουν μέχρι την εποχή μας.
Από τις δεκαετίες του 1960-70, στις Ηνωμένες Πολιτείες, άρχισαν να κυκλοφορούν πραγματείες και δημοσιεύσεις που προσπαθούσαν με επιστημονικό τρόπο να αποδείξουν ότι οι 6 ημέρες της Δημιουργίας αντιστοιχούν σε λίγες χιλιάδες χρόνια. Σε απάντηση, άρχισαν να δημοσιεύονται επιστημονικά άρθρα που έδειχναν τα λάθη και τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από τον επιστημονικο δημιουργισμό.
Έτσι δημιουργήθηκε μια τεράστια πόλωση μεταξύ του επιστημονικού και του Χριστιανικού κόσμου, η οποία το μόνο που κατάφερε να φέρει ήταν διχόνοια, έντονες αντιδράσεις και τελικά απώθηση του κόσμου από τις εκκλησίες και από τον ίδιο το Χριστό. Επίσης διασπάστηκε και η ίδια η χριστιανική κοινότητα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε εκκλησίες να μην δέχονται για μέλη τους πιστούς (ακόμα και του ίδιου δόγματος) οι οποίοι υποστήριζαν μια διαφορετική άποψη για τη χρονική διάρκεια των 6 ημέρών της Δημιουργίας. Έτσι, η ερμηνεία του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης έφθασε σε σημείο να θεωρηθεί ως ένα από τα βασικά δόγματα της Χριστιανικής πίστης, μαζί με την Θεότητα και την Ανάσταση Του Ιησού Χριστού.
Για να κατανοήσουμε ποιά είναι τελικά η αλήθεια σχετικά με τη χρονική διάρκεια των 6 ημερών που αναφέρονται στο 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο χρόνος είναι ένα σχετικό φυσικό μέγεθος. Το 1905 ο Αϊνστάιν διατύπωσε την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, ένα επακόλουθο της οποίας ήταν και η σχετικότητα του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι η μέτρηση του χρόνου στα διάφορα σημεία του σύμπαντος δεν μπορεί να γίνει κατά απόλυτο τρόπο αλλά εξαρτάται από το σύστημα αναφοράς στο οποίο βρισκόμαστε.
Αν θεωρήσουμε δύο ανθρώπους, ο ένας από τους οποίους κινείται ενώ ο άλλος είναι ακίνητος, τότε για αυτόν που κινείται, ο χρόνος περνάει πιο αργά. Πόσο πιο αργά; Όσο πιο μεγάλη είναι η ταχύτητά του σε σχέση με τον ακίνητο άνθρωπο. Μάλιστα, για να εκδηλωθεί επαρκώς αυτό το φαινόμενο ώστε να παρατηρηθεί άνετα, θα πρέπει η ταχύτητα του κινούμενου ανθρώπου να είναι αρκετά μεγάλη, κοντά στην ταχύτητα του φωτός. Να σημειώσουμε εδώ όμως ότι το γεγονός αυτό της χρονικής υστέρησης δεν γίνεται αντιληπτό από τους ανθρώπους αυτούς διότι και οι δύο όταν κοιτούν τα ρολόγια τους, για τον καθένα τους ο χρόνος φαίνεται να κυλάει κανονικά. Στην πραγματικότητα όμως η διάρκεια ενός δευτερολέπτου για τον κινούμενο άνθρωπο αντιστοιχεί σε παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο για τον ακίνητο άνθρωπο (για καλύτερη κατανόηση του φαινομένου σας παραπέμπουμε στα σχετικά άρθρα της δεξιάς στήλης). Ο ρυθμός με τον οποίο κυλάει ο χρόνος επηρεάζεται επίσης από το βαρυτικό πεδίο στο οποίο βρισκόμαστε. Όσο πιο μεγάλη μάζα έχει ένα σώμα (άρα και πιο ισχυρό πεδίο βαρύτητας) τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η χρονική υστέρηση. Έτσι, στην επιφάνεια ενός πλανήτη με πολύ μεγαλύτερη μάζα από αυτή της Γης, ο χρόνος κυλάει πιο αργά και επομένως μία 24ωρη ημέρα επάνω σε αυτό τον πλανήτη μπορεί να αντιστοιχεί ακόμα και σε πολλά γήινα χρόνια. Μάλιστα, ακριβώς στον ορίζοντα γεγονότων μιας μαύρης τρύπας, της οποίας το βαρυτικό πεδίο είναι τόσο ισχυρό ώστε ούτε το φως μπορεί να διαφύγει, ο χρόνος σχεδόν σταματά.
Αυτή η ιδιότητα του χρόνου (και του χώρου) να παραμορφώνεται ανάλογα με τη βαρυτική έλξη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σταθερός χρόνος για κάθε σημείο στο σύμπαν. Εκατομμύρια «κοσμικά ρολόγια» χτυπούν το καθένα στο δικό του ρυθμό, τον τοπικό χρόνο πάνω από κάθε αστέρι, κάθε γαλαξία, κάθε μαύρη τρύπα, κάθε πλανήτη και κάθε δορυφόρο. Κάθε ρολόι δείχνει το σωστό χρόνο για το δικό του σύστημα αναφοράς, αλλά μεταξύ τους δεν μπορούν να συγχρονιστούν, αφού ο ρυθμός με τον οποίον χτυπούν εξαρτάται από τη βαρύτητα που τα εξουσιάζει.
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο ότι η επιστήμη, σε συμφωνία με το Λόγο του Θεού, σήμερα αναφέρει ότι το σύμπαν είχε μία αρχή, ξεκίνησε δηλαδή από ένα σημείο στο οποίο ήταν συγκεντρωμένη όλη η ύλη και η ενέργεια. Αυτή η έναρξη είναι γνωστή ως «Μεγάλη Έκρηξη», ένας όρος που, όπως είχαμε αναφέρει, επιστημονικά δεν είναι ορθός αλλά έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη. Γνωρίζουμε επιπλέον σήμερα ότι το σύμπαν, από τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης και έπειτα, διαστέλλεται. Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα αναφέραμε για τη σχετικότητα του χρόνου, επειδή καθώς το σύμπαν διαστέλλεται ταυτόχρονα μεταβάλλονται η καμπυλότητα του χώρου και η πυκνότητα της ύλης, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μεταβάλλεται διαρκώς και η ποσότητα εκείνη που ονομάζουμε «δευτερόλεπτο χρόνου». Δηλαδή η διάρκεια ενός δευτερολέπτου, κατά τις διάφορες φάσεις της ζωής του σύμπαντος, άλλοτε ήταν μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, ανάλογα με την πυκνότητα και την καμπυλότητα του σύμπαντος. Έτσι, κατά τις πρώτες στιγμές της ζωής του σύμπαντος, όπου η πυκνότητά του και η καμπυλότητά του ήταν άπειρες, η διάρκεια ενός δευτερολέπτου ήταν πρακτικά άπειρη. Βάσει αυτών, ακόμα και οι αριθμητικές αναφορές και εκτιμήσεις που γίνονται για την ηλικία του σύμπαντος (13,6 δις έτη) είναι περισσότερο μια σύμβαση που ικανοποιεί την ανθρώπινη επιστημονική αντίληψη, παρά μία πραγματικότητα αφού η ηλικία αυτή προκύπτει ως άθροισμα μονάδων χρόνου (ας πούμε δευτερολέπτων) ανόμοιας διάρκειας.
Έπειτα από όλα όσα αναφέραμε, ελπίζουμε να έχει γίνει ως ένα βαθμό κατανοητό το φαινόμενο της σχετικότητας του χρόνου. Μπορούμε λοιπόν πλέον, διαβάζοντας άλλη μια φορά την αφήγηση της Δημιουργίας στο 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, να καταλάβουμε ότι σε σύγκριση με το χρόνο όπως τον αντιλαμβανόμαστε να κυλά στην επιφάνεια της Γης, το ρολόι του Θεού κατά τη διάρκεια της Δημιουργίας μάλλον χτυπούσε αργά, ίσως πολύ αργά, δεδομένου ότι ο Θεός μπορεί να αντιμετωπίζει ολόκληρο το σύμπαν σαν μία ενότητα. Με τον τρόπο αυτό, έξι ημέρες (ακόμα και εικοσιτετράωρες) μπορεί να αντιστοιχούν σε χιλιάδες, εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια γήινα χρόνια. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις μέσα στην Αγία Γραφή (βλ. σχετικό άρθρο στη δεξιά στήλη) η λέξη «ημέρα» αναφέρεται να αντιστοχεί σε πολλά ανθρώπινα έτη.
Δεν μπορούμε λοιπόν να προσδιορίσουμε τη διάρκεια των 6 ημερών της Δημιουργίας σε σχέση με τον χρόνο όπως τον μετρούμε εμείς αλλά ούτε και να ισχυριστούμε ότι αντιστοιχούν σε 6 εικοσιτετράωρες ημέρες όπως τις μετρούμε εμείς. Η χρονική διάρκεια της Δημιουργίας λοιπόν είναι πράγματι 6 ημέρες αλλά όχι σύμφωνα με το δικό μας ρυθμό μέτρησης χρόνου, και επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι πλήττεται η ορθότητα της Αγίας Γραφής.
Έτσι, το θέμα της χρονικής διάρκειας της Δημιουργίας δεν θα πρέπει να γίνεται αιτία διαφωνίας και διαμάχης, διότι δεν είναι το ερώτημα «πότε δημιουργήθηκαν όλα αυτά» αλλά το ερώτημα «ποιός τα δημιούργησε» αυτό που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη σχέσης του ανθρώπου με το Δημιουργό. Άλλωστε, από τη δημιουργία του Αδάμ και έπειτα, όπως φαίνεται μέσα στην Αγία Γραφή, ο Θεός συγχρόνισε το ρολόι Του με το ρολόι της ανθρώπινης ιστορίας, έστρεψε σ' αυτή όλο Του το ενδιαφέρον και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ο Θεός απέστειλε τον Υιό Του να θυσιαστεί στο Σταυρό ώστε «να λάβωμεν την υιοθεσίαν» (Γαλάτας δ' 4-5).
***
Τα
περιεχόμενα του άρθρου αποτελούν περίληψη της
εκπομπής "Χριστιανισμός
και Επιστήμη" της 22/05/2008. Το σχετικό υλικό
παρατίθεται στη δεξιά στήλη.