==============================================
Εξέλιξη ή Δημιουργία;
[Μέρος 1ο]
Ιστορία, Κριτική και
Συνέπειες της Εξελικτικής Σκέψης
==============================================
Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών, της οποίας η πρώτη οργανωμένη διατύπωση έγινε το 1859 από τον Κάρολο Δαρβίνο, επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο σκέψης πολλών ανθρώπων και κατά συνέπεια συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη τραγικών ιστορικών γεγονότων του 20ού αιώνα.
Η θεωρία της εξέλιξης, δεν είναι μια ιδέα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Δαρβίνο. Στην πραγματικότητα, ο Δαρβίνος βασίστηκε σε ήδη υπάρχουσες ιδέες και αντιλήψεις σχετικά με τη δημιουργία και την προέλευση των διαφόρων ειδών των ζωντανών οργανισμών, πολλές από τις οποίες ανήκαν καθαρά στη σφαίρα της φαντασίας και τις οποίες ενέδυσε με έναν μανδύα επιστημονικοφάνειας.
Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες από τις προϋπάρχουσες εξελικτικές αντιλήψεις:
Αναξίμανδρος
(6ος αι. π.Χ.): Πίστευε ότι η ζωή
δημιουργήθηκε από την επίδραση της ηλιακής
ακτινοβολίας στη λάσπη του θαλάσσιου βυθού.
Αναπτύχθηκαν έτσι ιχθυόμορφα ζώα από τα οποία
προέρχεται και ο άνθρωπος.
Εμπεδοκλής
(5ος αι. π.Χ.): Πίστευε ότι κάποια
στιγμή ορισμένα φυτά άρχισαν να εκφυλίζονται και
αντί να φυτρώνουν φύλλα, φύτρωναν σ’ αυτά
ανθρώπινα μέλη. Έτσι αρχικά δημιουργήθηκαν
τέρατα και εν συνεχεία μέσω διαδικασιών
προσαρμογής φθάσαμε στον άνθρωπο.
Λεύκιππος & Δημόκριτος (5ος – 4ος αι. π.Χ.): Πίστευαν ότι όλα τα όντα, ακόμη κι οι θεοί προήλθαν από άτομα τα οποία άρχισαν να συνενώνονται μεταξύ τους.
Εκπρόσωποι της αντίθετης άποψης ήταν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης (4ος αι. π.Χ.) οι οποίοι δεν δέχονταν την τυχαιότητα και την εξέλιξη αλλά πίστευαν στην ύπαρξη Δημιουργού και ότι τα είδη ζωής ήταν σταθερά και αμετάβλητα. Οι αντιλήψεις τους αυτές επικράτησαν μέχρι τον 17ο αιώνα.
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα αρχίζουν εκ νέου να διατυπώνονται αντιλήψεις περί εξέλιξης των ειδών μέσω της προσαρμοστικότητας, της επίδρασης του περιβάλλοντος και της κληρονομικότητας, με κυριότερους εκφραστές τους Fr. Bacon, Leibnitz, Kant, Buffon και Κάρολο Λινναίο.
Πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αυτών των αντιλήψεων έδωσε το ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο στην Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιδρούν στον πνευματικό σκοταδισμό και την καταπίεση του Μεσαίωνα, με τα οποία δυστυχώς είχε συνδεθεί το όνομα του Θεού και η Αγία Γραφή. Ταυτόχρονα, οι εξερευνήσεις και οι ανακαλύψεις νέων χωρών, φέρνουν στη δημοσιότητα νέα είδη ζώων και φυτών αλλά και ανθρώπινες φυλές, για την προέλευση των οποίων, η επιστήμη καλείται να δώσει απαντήσεις.
Οι εξελικτικές αντιλήψεις αρχίζουν να διαδίδονται ευρύτερα και να αποκτούν μια επιστημονικοφάνεια κυρίως με τις εργασίες των:
Ζαν Μπατίστ
Λαμάρκ (1744 – 1829): Πίστευε στην αρχή
της χρήσης και της αχρησίας των σωματικών
οργάνων (όσα χρησιμοποιούνται αυξάνουν και
εξελίσσονται ενώ όσα δεν χρησιμοποιούνται
ατονούν και εξαφανίζονται) καθώς και στην
κληροδότηση των επίκτητων χαρακτηριστικών.
Έρασμου Δαρβίνου (1731 – 1802): Παππούς του Κάρολου Δαρβίνου. Πίστευε ότι ο βασικός νόμος της φύσης είναι «φάε ή θα φαγωθείς» και μέσω αυτού οι δυνατοί και χαρισματούχοι θα επιζήσουν και θα βελτιώνονται από γενιά σε γενιά, ενώ οι αδύναμοι θεωρούνται περιττοί και πρέπει να εξολοθρεύονται.
Ως επιστέγασμα των παραπάνω, το 1859 ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσίευσε το έργο του «Περί της Καταγωγής των Ειδών Μέσω της Φυσικής Επιλογής».
Πρωτύτερα, το 1831 σε ηλικία 22 ετών είχε συμμετάσχει στην αποστολή του αγγλικού πλοίου «Beagle» που είχε σκοπό να χαρτογραφήσει τις ακτές της Νοτίου Αμερικής. Κατά τη διάρκεια αυτού του πενταετούς ταξιδιού, ο Δαρβίνος, παρατηρούσε τις ιδιορρυθμίες της Νοτιοαμερικανικής φύσης και εντυπωσιάσθηκε από την γεωγραφική κατανομή των ειδών. Παρατήρησε ότι διάφορα είδη ζώων, ενώ έμοιαζαν μεταξύ τους, παρουσίαζαν εμφανείς προσαρμογές στο ιδιαίτερο περιβάλλον τους. Στο μυαλό του Δαρβίνου οι προσαρμοστικές αυτές αλλαγές κατεγράφησαν σαν ενδείξεις εξέλιξης από κατώτερα είδη.
Περί το 1840 ο Δαρβίνος είχε αναπτύξει τις κυριότερες θέσεις της θεωρίας του, σύμφωνα με την οποία οι μικρές αλλαγές που παρουσιάζει ένα είδος σαν προσαρμογή στο περιβάλλον του στην διάρκεια «απίστευτα μεγάλων» χρονικών διαστημάτων, κληρονομούμενες, προκάλεσαν την εξέλιξη του ενός είδους από το άλλο. Ετσι, κατά τον Δαρβίνο, η τεράστια ποικιλία που βλέπουμε σήμερα στη φύση προήλθε με βαθμιαία εξέλιξη από ένα μονοκύτταρο οργανισμό, ο οποίος προήλθε από την τυχαία συνένωση οργανικών μορίων, που και αυτά με τη σειρά τους προήλθαν από την τυχαία συνένωση ανόργανων μορίων μέσα σε μία αρχέγονη σούπα!
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι εξελικτικές σκέψεις υιοθετήθηκαν από γνωστές προσωπικότητες όπως ο Bertrand Russell, ο Βολταίρος, ο Νίτσε κ.ά., οι οποίοι εναντιώθηκαν απόλυτα σε κάθε θρησκευτικό και κυρίως χριστιανικό αίσθημα. Ιδιαίτερα ο Νίτσε, καθώς είχε μεγάλη απήχηση σε ηγέτες όπως ο Χίτλερ, ο Στάλιν και ο Μουσολίνι, έθεσε το ιδεολογικό πλαίσιο των μαζικών δολοφονιών του 20ου αιώνα.
Οι κυριότερες επιδράσεις της εξελικτικής σκέψεις συνοψίζονται ως εξής:
Στο Ναζισμό:
Ο Χίτλερ χρησιμοποιήσε τη φιλοσοφία του Νίτσε
σαν κίνητρο για να εξαλείψει τους αδύναμους και
κατώτερους, ώστε να «βοηθήσει την εξέλιξη». Μέσα
σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε και το κίνημα της
ευγονικής και αναπτύχθηκε ο ρατσισμός, θέματα
για τα οποία θα μιλήσουμε αναλυτικότερα σε
επόμενο άρθρο.
Στον
Κομμουνισμό: Η θεωρία της εξέλιξης
αποτέλεσε την επιστημονική βάση του Μαρξισμού. Ο
ίδιος ο Μαρξ πίστευε ότι ο άνθρωπος εφόσον είναι
απλώς ζωό, είναι αναλώσιμος.
Στην Κίνα του Mao Tse-Tung,
η θεωρία του Δαρβίνου αποτελούσε τη βάση του
κινεζικού επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι
κομμουνιστές στην Κίνα πίστευαν στην εξέλιξη
μέσω της επανάστασης. Η ρωσική εκκαθάριση του
Στάλιν σκότωσε εκατομμύρια, ενώ στην πολιτιστική
επανάσταση της δεκαετίας του 1960, ο
Mao Tse-Tung
σκότωσε πάνω από 30 εκατομμύρια ανθρώπους.
Δουλεμπόριο:
Φυλές όπως οι μαύροι της Αφρικής, οι
ερυθρόδερμοι της Αμερικής και οι ιθαγενείς της
Αυστραλίας, θεωρήθηκαν εξελικτικά κατώτερες
ανθρώπινες μορφές, πράγμα που δικαιολογούσε
απόλυτα την κατάκτησή τους και τη χρήση τους ως
δούλους.
Καπιταλισμός: Οι ισχυρότεροι και
ικανότεροι μεγαλοβιομήχανοι, αφανίζοντας με
οποιοδήποτε μέσο τους ασθενέστερους
ανταγωνιστές, ουσιαστικά εκπλήρωναν το φυσικό
νόμο της επιβίωσης του δυνατότερου.
Στην κοινωνική ιδεολογία: Ο φιλόσοφος Herbert Spenser στα τέλη του 19ου αιώνα έφτασε να υποστηρίζει ότι κάθε πρακτική υποστήριξης των αδύναμων, όπως η κρατική μέριμνα, η νοσοκομειακή περίθαλψη ακόμα και η ελεημοσύνη, εμποδίζουν τη φυσική επιλογή να επιτελέσει το αγαθό της έργο.
Στα επόμενα άρθρα θα αναφερθούμε αναλυτικά στα επιστημονικά στοιχεία που δείχνουν ότι σήμερα πλέον η θεωρία της εξέλιξης έχει καταρρεύσει. Εξ αρχής όμως ήταν φανερό ότι ποτέ δεν αποτέλεσε επιστημονική θεωρία.
Για να μπορέσει να μελετηθεί επιστημονικά ένα φυσικό φαινόμενο, είναι απαραίτητο να μπορεί να διεξαχθεί είτε παρατήρησή του στη φύση, είτε πείραμα στο εργαστήριο. Βέβαια, πριν ακόμη γίνει παρατήρηση ή πείραμα, διατυπώνονται θεωρίες, δηλαδή υποθετικές ερμηνείες του φαινομένου οι οποίες μετά από τα συμπεράσματα που εξάγονται από την παρατήρηση ή το πείραμα, είτε επαληθεύονται είτε διαψεύδονται.
Έτσι λοιπόν, ανεξαρτήτως του αν μια θεωρία αποδειχθεί εκ των υστέρων ορθή ή λανθασμένη, για να μπορέσει να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «επιστημονική» θα πρέπει να μπορεί να γίνει αντικείμενο κριτικής και δοκιμασίας, δηλαδή θα πρέπει να μπορεί απαραίτητα να υποβληθεί είτε σε παρατήρηση είτε σε πείραμα. Αν δεν μπορεί να γίνει ούτε παρατήρηση ούτε πείραμα, η εκάστοτε θεωρία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως «επιστημονική».
Η εμφάνιση της ζωής στη Γη και η δημιουργία των φυτικών και ζωικών ειδών, είναι γεγονότα που δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ούτε παρατήρησης αλλά ούτε και πειράματος. Επομένως, οι θεωρίες της εξέλιξης και της αβιογένεσης δεν αποτελούν επιστημονικές θεωρίες αλλά προϊόντα αναπόδεικτων υποθέσεων προερχομένων από τη σφαίρα της φαντασίας.
Μπορεί μεν για τέτοια
γεγονότα του παρελθόντος να γίνεται συλλογή
στοιχείων και ευρημάτων (πετρώματα, απολιθώματα
κλπ.) αλλά αυτά σε καμία περίπτωση δεν
αποτελούν κριτήρια επαλήθευσης ή διάψευσης της
θεωρίας της εξέλιξης ή της αβιογένεσης ώστε να
μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ως «επιστημονικές
θεωρίες». Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η αποδοχή
των συγκεκριμένων θεωριών αποτελεί καθαρά θέμα
υποκειμενικής πίστης και όχι επιστημονικής αντίληψης.
***
Τα
περιεχόμενα του άρθρου αποτελούν περίληψη της
εκπομπής
"Χριστιανισμός και Επιστήμη" της 09/10/2008.