==========================================
Η βιβλιογραφική αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης
==========================================

Είναι πλέον διαπιστωμένη η αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης από την πλευρά της βιβλιογραφίας, δηλαδή μέσα από τη μελέτη των υπαρχόντων αντίγραφων χειρογράφων του πρωτότυπου κειμένου.

Τα χειρόγραφα των πρώτων συγγραφέων, τα πρωτότυπα δηλαδή, δεν διασώζονται σήμερα, κάτι που συμβαίνει με όλα τα κείμενα της αρχαιότητας. Έχουμε όμως στα χέρια μας αποσπάσματα αλλά και πλήρεις κώδικες, δηλαδή συλλογές χειρογράφων που περιέχουν ολόκληρο το κείμενο της Καινής Διαθήκης.

Όσον αφορά τα αποσπάσματα που διασώζονται σήμερα, είναι πρωιμότερα από τους κώδικες και χρονολογούνται το 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. Οι κυριότερες συλλογές παπύρων που περιλαμβάνουν αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης, είναι η συλλογή παπύρων του Bodmer και η συλλογή παπύρων του Chester Beatty. Υπάρχουν όμως και παλαιότερα αποσπάσματα με το αρχαιότερο να χρονολογείται το 130 μ.Χ. ή και νωρίτερα, και το οποίο ανήκει στη συλλογή παπύρων του John Ryland και είναι ένα απόσπασμα από το 18ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Όσον αφορά τους κώδικες, αυτοί όπως αναφέραμε είναι συλλογές χειρογράφων που περιέχουν πλήρες το κείμενο της Καινής Διαθήκης. Οι αρχαιότεροι είναι ο Σιναϊτικός και ο κώδικας του Βατικανού και χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.

Με βάση τα διασωζόμενα αποσπάσματα και κώδικες, σε κάθε κείμενο της αρχαιότητας ασκείται η λεγόμενη κριτική του κειμένου. Πρόκειται για ένα σύνολο μεθόδων με τις οποίες εξετάζεται κατά πόσο ένα κείμενο είναι αξιόπιστο ως προς το πρωτότυπο. Η κριτική του κειμένου συνοψίζεται στις ακόλουθες τέσσερις ερωτήσεις:


1. Ποιό είναι το πλήθος των υπαρχόντων αντιγράφων;

Σημασία: Όσο περισσότερα αντίγραφα υπάρχουν τόσο πιο αξιόπιστα μπορούμε να ανασυνθέσουμε το πρωτότυπο κείμενο.

Απάντηση:
Για αξιόπιστα αρχαία ελληνικά συγγράμματα, όπως έργα του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη υπάρχουν έως και λιγότερα από 10 αντίγραφα. Για την Ιλιάδα υπάρχουν 643 χειρόγραφα. Για την Καινή Διαθήκη υπάρχουν περισσότερα από 24.000! (από τα οποία τα 5.300 αντίγραφα είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα). Εάν δε σε αυτά προστεθούν και οι αναφορές αποσπασμάτων μέσα στα γραπτά των εκκλησιαστικών πατέρων, έχουμε ένα σύνολο περίπου 200.000 αναφορών.
 

2. Ποιά είναι η χρονική απόσταση μεταξύ των πρωτοτύπων κειμένων και των αρχαιότερων γνωστών αντιγράφων;

Σημασία: Όσο μικρότερη είναι η χρονική απόσταση που διαχωρίζει το αντίγραφο από το πρωτότυπο τόσο πιο αξιόπιστο θεωρείται το αντίγραφο.

Απάντηση:
Για αρχαία συγγράμματα όπως αυτά που αναφέραμε στην προηγούμενη ερώτηση, η χρονική απόσταση που χωρίζει το πρωτότυπο κείμενο από το αρχαιότερο αντίγραφό του που έχει βρεθεί, κυμαίνεται από 700 – 1800 χρόνια. Για την Καινή Διαθήκη, η αντίστοιχη χρονική απόσταση εκτιμάται από 50 έως 200 χρόνια μόλις!
 

3. Τα αντίγραφα που βρέθηκαν ποιό γεωγραφικό εύρος καλύπτουν;

Σημασία: Αντίγραφα που καλύπτουν μια μεγάλη γεωγραφική διασπορά, μας δίνουν τη δυνατότητα της μεταξύ τους σύγκρισης ανά περιοχές ώστε να καταδειχτούν διαφοροποιήσεις στο κείμενο που εισήχθησαν κατά τόπους.

Απάντηση:
Για την Καινή Διαθήκη έχουν βρεθεί αντίγραφα σε Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Τουρκία, Ιταλία και κάποια στην Ελλάδα. Όσον αφορά τις μεταξύ τους διαφορές, αναφερόμαστε στην επόμενη ερώτηση.


4. Ποιές και τι είδους διαφοροποιήσεις υπάρχουν μεταξύ των σωζόμενων αντιγράφων;

Σημασία: Όσο λιγότερες είναι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των αντιγράφων τόσο πιο αξιόπιστα μπορούμε να ανασυνθέσουμε το αρχικό κείμενο.

Απάντηση:
Τα λάθη κατά την αντιγραφή είναι αναπόφευκτα όχι αναγκαστικά επί τούτου αλλά εξαιτίας του ανθρώπινου παράγοντα και των συνθηκών υπό τις οποίες γινόταν η αντιγραφή. Ενδεικτικά, όσον αφορά την Ιλιάδα του Ομήρου τίθεται σε αμφισβήτηση το 5% του κειμένου ενώ όσον αφορά την Καινή Διαθήκη, τίθεται σε αμφισβήτηση μόλις το 0.5% και συγκεκριμένα 40 γραμμές σε ένα πλήθος 20.000 γραμμών. Σε κάποιους κώδικες απουσιάζουν μικρά αποσπάσματα που όμως δεν επηρεάζουν δογματικά θέματα και θέματα διδασκαλίας.

Για αναλυτικότερες πληροφορίες σας παραπέμπουμε στο σχετικό υλικό της δεξιάς στήλης.

Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης περνούν με επιτυχία κάθε δοκιμή αξιοπιστίας και επιπλέον αυθεντικότητας δεδομένου ότι γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν ευρέως μέσα στην ίδια γενιά κατά την οποία και έλαβαν χώρα τα γεγονότα που περιγράφουν, επομένως σε περίπτωση που η πραγματικότητα ήταν διαφορετική θα ήταν πολύ εύκολο να διαψευστούν από τους εν ζωή ακόμη αυτόπτες μάρτυρες. Επιπλέον, η επιμέλεια που αποδόθηκε απαρχής για τη διατήρησή τους για το μέλλον, είναι ενδεικτική του σεβασμού προς τη γνησιότητα του κειμένου.

Επίσης, υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος αποσπασμάτων της Καινής Διαθήκης τα οποία παρατίθενται αυτούσια στα γραπτά των Αποστολικών Πατέρων των τριών πρώτων αιώνων. Το πλήθος αυτών των αναφορών είναι τέτοιο ώστε μόνο από αυτά μπορεί να ανασυντεθεί ολόκληρη η Καινή Διαθήκη (εκτός 11 εδαφίων)! Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε σε γραπτή μορφή από νωρίς (τέλη του 1ου αιώνα) και ότι υπήρχε η πεποίθηση του καθήκοντος της διατήρησης των κειμένων ακριβώς όπως παρελήφθησαν από τους αρχικούς συγγραφείς.

Στη σύνοδο της Καρθαγένης, το 397 μ.Χ., οριστικοποιήθηκαν τα βιβλία που απαρτίζουν την Καινή Διαθήκη και σήμερα, δηλαδή διαμορφώθηκε ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Η επιλογή των συγκεκριμένων 27 βιβλίων δεν ήταν αποτέλεσμα μιας σύσκεψης ενός κλειστού κύκλου κληρικών που διαμόρφωσε τον κανόνα της Καινής Διαθήκης σύμφωνα με τις πεποιθήσεις ή τα συμφέροντα μιας άρχουσας μειοψηφίας. Η επιλογή των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης ήταν η επιβεβαίωση και επικύρωση των κειμένων που ήδη η εκκλησία και η χριστιανική κοινότητα είχε αποδεχθεί και εγκολπώσει. Δεν μιλάμε δηλαδή για καθορισμό ιερών βιβλίων αλλά απλώς για επισημοποίηση του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Τα δε κριτήρια επιλογής των συγκεκριμένων 27 βιβλίων που εξασφάλιζαν τη θεοπνευστία τους ήταν:

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και σχετικά από νωρίς, γεγονός που συνέβαλε στη διάδοση των κειμένων και έκανε την Καινή Διαθήκη προσιτή στον απλό κόσμο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διάδοση και χρήση της ελληνικής γλώσσας η οποία μπορεί να αποδώσει νοήματα με σαφήνεια, ακρίβεια και σχετική απλότητα.

Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν οποιονδήποτε αμφισβητεί την αξιοπιστία των κειμένων της Καινής Διαθήκης, στην υποχρέωση να απορρίψει και όλη την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία αφού τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αξιοπιστία τους είναι πολύ λίγα σε σχέση με το πλήθος στοιχείων που επικυρώνουν την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο φρόντισε για τη διατήρηση του γεγραμμένου Λόγου Του ανά μέσον των αιώνων και την ασφαλή μεταφορά του μέχρι σήμερα στα χέρια μας.
 

***

Τα περιεχόμενα του άρθρου αποτελούν περίληψη της εκπομπής
"Χριστιανισμός και Επιστήμη" της 13/03/2008.